- περαστός
- η , ό1) разъёмный, разборный; 2) процеженный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περαστός — ή, ό 1. (για κατασκευές ή αντικείμενα, ιδίως ξύλινα ή μεταλλικά) αυτός που προσαρμόζεται σε ένα εξάρτημα με απλό πέρασμα τού ενός μέσα στο άλλο και όχι με συγκόλληση («περαστά παραθυρόφυλλα») 2. (στη μαγειρική) αυτός τον οποίο έχουν περάσει από… … Dictionary of Greek
περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περαστικός — ή, ό [περαστός] 1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός 2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα») 3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά (για… … Dictionary of Greek